αντίσωμα

αντίσωμα
το
-ώματος, ουσία που αναπτύσσεται στο αίμα και τα υγρά του σώματος με την επίδραση των αντιγόνων (βλ. λ.) και που βοηθά στην ανοσοποίηση του οργανισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίσωμα — το προστατευτική ουσία του οργανισμού που σχηματίζεται ως απόκριση στη διέγερση από ένα αντιγόνο …   Dictionary of Greek

  • καταλυτικό αντίσωμα — Αντίσωμα, το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει χρήσιμες χημικές αντιδράσεις. Τα κ.α. παράγονται με ανοσοποίηση, με τη χρήση αντιγονικών μορίων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί να μοιάζουν με το ενδιάμεσο στάδιο της επιθυμητής αντίδρασης (στάδιο δέσμευσης …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • θρομβοαντίσωμα — το (βιοχ.) αντίσωμα που μπορεί να καταστρέψει ή να συγκολλήσει τα αιμοπετάλια …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκυτταρολυσίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται σε μη φυσιολογικό αίμα και μπορεί να καταστρέψει τα αιμοπετάλια …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκυτταροσυγκολλητίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται στους μη φυσιολογικούς ορούς αίματος και το οποίο προκαλεί συγκόλληση τών αιμοπεταλίων …   Dictionary of Greek

  • κυτταρολυσίνη — η βιολ. ουσία ή αντίσωμα που προξενεί διάλυση τών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρολυσίνη είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytolysin < νεολατ. cytolysis < cyto (βλ. κυτταρο ) + lysis < νεολατ. lysis < λύσις] …   Dictionary of Greek

  • κυτταρόφιλος — και κυτόφιλος, η, ο βιολ. αυτός που έχει την ιδιότητα να προσκολλάται στην επιφάνεια ορισμένων ανοσοανταγωνιστικών κυττάρων («κυτταρόφιλο αντίσωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόφιλος είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytophile …   Dictionary of Greek

  • λυσίνη — η 1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο 2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοτροπίνη — η ιατρ. αντίσωμα που, εν απουσία συμπληρώματος, αλλοιώνει τα μικρόβια κάνοντάς τα ευάλωτα στα φαγοκύτταρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”