αντίσωμα — το προστατευτική ουσία του οργανισμού που σχηματίζεται ως απόκριση στη διέγερση από ένα αντιγόνο … Dictionary of Greek
καταλυτικό αντίσωμα — Αντίσωμα, το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει χρήσιμες χημικές αντιδράσεις. Τα κ.α. παράγονται με ανοσοποίηση, με τη χρήση αντιγονικών μορίων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί να μοιάζουν με το ενδιάμεσο στάδιο της επιθυμητής αντίδρασης (στάδιο δέσμευσης … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
θρομβοαντίσωμα — το (βιοχ.) αντίσωμα που μπορεί να καταστρέψει ή να συγκολλήσει τα αιμοπετάλια … Dictionary of Greek
θρομβοκυτταρολυσίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται σε μη φυσιολογικό αίμα και μπορεί να καταστρέψει τα αιμοπετάλια … Dictionary of Greek
θρομβοκυτταροσυγκολλητίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται στους μη φυσιολογικούς ορούς αίματος και το οποίο προκαλεί συγκόλληση τών αιμοπεταλίων … Dictionary of Greek
κυτταρολυσίνη — η βιολ. ουσία ή αντίσωμα που προξενεί διάλυση τών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρολυσίνη είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytolysin < νεολατ. cytolysis < cyto (βλ. κυτταρο ) + lysis < νεολατ. lysis < λύσις] … Dictionary of Greek
κυτταρόφιλος — και κυτόφιλος, η, ο βιολ. αυτός που έχει την ιδιότητα να προσκολλάται στην επιφάνεια ορισμένων ανοσοανταγωνιστικών κυττάρων («κυτταρόφιλο αντίσωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόφιλος είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytophile … Dictionary of Greek
λυσίνη — η 1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο 2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα… … Dictionary of Greek
μικροβιοτροπίνη — η ιατρ. αντίσωμα που, εν απουσία συμπληρώματος, αλλοιώνει τα μικρόβια κάνοντάς τα ευάλωτα στα φαγοκύτταρα … Dictionary of Greek